Ξάπλωσα να κοιμηθώ.. (ενώ δεν το ‘χω, μυαλό δεν βάζω! Το παλεύω! Κάτσε μανδάμ στον καναπέ, σε μια καρέκλα, όρθια πίσω από την πόρτα! Περισσότερες ελπίδες έχεις!).
Γρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρ! Γρρρ! Γρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρ!!
Ε λοιπόν! Αυτό το ψυγείο ή έχει ζωντανέψει και κάπου θέλει να πάει ή θέλει να μου πει ότι ετοιμάζεται να τα τινάξει! Ή απλά επειδή στα εντός του, κατοικοεδρεύει το.. απόλυτο τίποτα, κάνει ηχώ και μου σπάει το νευρικό σύστημα σε μικρά, μικρά κομματάκια.
Βζζζζζζζζζζζζζζζζζ! Βζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζ!
Ε ναι! Αυτό δεν είναι ανεμιστηράκι laptop! Έλικας είναι κι ετοιμάζεται για απογείωση!
Α! Δεν την παλεύω πάλι! Ωτοασπίδες και γρήγορα!!!
Κι εκεί που χώνω στα ψαχουλευτά το χέρι μου, στο τσεπάκι δίπλα στο μαξιλάρι μου, πιάνω κάτι.. τετράγωνο? Σχεδόν επίπεδο? Όχι.. έχει κάτι στρογγυλό μέσα… Αχμ… Ε… ναι! Αυτό πρέπει να ‘ναι… τα πέταξα όλα νομίζω (μαζί με παντόφλες, οδοντόβουρτσες, σαμπουάν, βρακιά, κάλτσες κτλ, κτλ, κτλ). Αυτό.. δεν το πέταξα γιατί δεν το είδα! Γιατί ως γνωστόν όταν θες να δεις κάτι δεν το βλέπεις κι όταν δεν θες να δεις κάτι, το βλέπεις! Όπως όταν τα έχεις πάρει, τα έχεις καταχωνιάσει, περιμένεις φίλους και αδελφή για φαγητό, είσαι περιχαρής δουλάρα στην κουζίνα και μαγειρεύεις και ο περιεργίξ φίλος – Λευτέρης, ψάχνοντας το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης χώνει το χέρι στο τσεπάκι…
- Πέρασε ο καιρός των… ισχνών αγελάδων βλέπω!
- Τι είπες Λευτέρη μου? Λες ανυποψίαστη εσύ καθώς πετάς το μακαρόνι στον τοίχο να δεις αν έβρασε…
- Ο καιρός των ισχνών αγελάδων λέω!!! Πέρασε λέω!!!! Η ξηρασία λέω!!!! Πέρασε κι ο Νείλος γέμισε νερά πάλι λέω!!!!! Φωνάζει ο Ελευθέριος για να τον ακούσεις εσύ που έχεις το κεφάλι μέσα στον αποροφητήρα, η αδελφή σου, ο κάποιος, οι γείτονες που είναι έξω και σκάβουν τον κήπο, ο παλιατζής που περνάει το δρόμο και ο σκύλος που γαυγίζει σα μουρλός.
- Δεν σε άκουσα Λευτέρη μου! Επιμένεις εσύ, που αναρωτιέσαι γιατί ο φίλος – Λευτέρης είχε αναλαμπή από την Παλαιά Διαθήκη και μήπως κάτι του συνέβησε και σας το φέρνει απ’ έξω – απ’ έξω ότι θα πάει μοναχός (μας έχει συνηθίσει εξάλλου σε κουλά ο.. φίλος – Λευτέρης).
- Ο Μωΐσής λέω! Τα κατάφερε! Πήρε τους Εβραίους, ΕΣΚΙΣΕ τα νερά, τους πήγε, τους έφερε. Πέρασε η κατάρα της Αιγύπτου! Ποτίστηκαν τα χωράφια! Ήρθε ο καιρός των ΧΟΝΤΡΩΝ αγελάδων πάλι..
- Τι.. εννοείς.. Λευτέ.., και γυρνάς με μια υποψία στο μάτι, η οποία επιβεβαιώνεται καθώς ο φίλος – Λευτέρης αγκαλιά με την αδελφή σου, κυλιούνται πάνω στον τόπο του εγκλήματος από τα γέλια. Γουρλώνεις το μάτι και κοιτάς τον κάποιο! Ευτυχώς ο κάποιος, είναι κουφός (μια από τις φορές που ευγνωμονείς τον Θεό για αυτό, γιατί έχουν υπάρξει κι άλλες που ρίχνεις κατάρα κι ανάθεμα.. ειδικά σε.. λεπτές καταστάσεις που.. τέλος πάντων κάτι σου λέει, κάτι του λες.. και αντί να συνεχίσει να σου λέει, σταματάει, σε κοιτά και ρωτά με απορία «Τι είπες?». Κι όχι απορία – έκπληξη, αλλά απορία – δεν άκουσα! Επειδή δεν θες να καθυστερείτε το.. θέμα, το ξαναλές με την ίδια ξεπνοή και γρηγοράδα! ΞΑΝΑ το βλέμμα του ροφού! «Τι?». ΤΥΡΙ!!!! ΤΥΡΙ ΤΟΥ ΤΟΣΤ!!! Να μην ξεχάσω να πάρω τυρί!!!! Άστο βρε μωρό μου! Άστο! Στο μουγκό!!!).
- Δεν φταίω εγώ!!! Πετάγεται η αδελφή σου! Ο Λευτέρης!!!
- ΔΕΝ υπήρξε καιρός ισχνών αγελάδων Λευτέρη μου, λες και γουρλώνεις τα μάτια! Απλά δεν υπήρχε λόγος... αποθήκευσης.
- Ε αυτό λέω, επιμένει ο φίλος – Λεύτερης κλαίγοντας από τα γέλια. ΤΩΡΑ γέμισαν οι αποθήκες σιτηρά!
- Που να σκάσει το κακό σου Λευτεράκι μου!!!
- Τι λέτε μωρό μου?
- Τίποτα αγάπη μου! Ο Λευτέρης θα πάει για μοναχός! Γιατί αν δεν πάει, θα πάει από μένα, μοναχός στα σίγουρα!!!
Γρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρ! Γρρρ! Γρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρ!!
Ε λοιπόν! Αυτό το ψυγείο ή έχει ζωντανέψει και κάπου θέλει να πάει ή θέλει να μου πει ότι ετοιμάζεται να τα τινάξει! Ή απλά επειδή στα εντός του, κατοικοεδρεύει το.. απόλυτο τίποτα, κάνει ηχώ και μου σπάει το νευρικό σύστημα σε μικρά, μικρά κομματάκια.
Βζζζζζζζζζζζζζζζζζ! Βζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζ!
Ε ναι! Αυτό δεν είναι ανεμιστηράκι laptop! Έλικας είναι κι ετοιμάζεται για απογείωση!
Α! Δεν την παλεύω πάλι! Ωτοασπίδες και γρήγορα!!!
Κι εκεί που χώνω στα ψαχουλευτά το χέρι μου, στο τσεπάκι δίπλα στο μαξιλάρι μου, πιάνω κάτι.. τετράγωνο? Σχεδόν επίπεδο? Όχι.. έχει κάτι στρογγυλό μέσα… Αχμ… Ε… ναι! Αυτό πρέπει να ‘ναι… τα πέταξα όλα νομίζω (μαζί με παντόφλες, οδοντόβουρτσες, σαμπουάν, βρακιά, κάλτσες κτλ, κτλ, κτλ). Αυτό.. δεν το πέταξα γιατί δεν το είδα! Γιατί ως γνωστόν όταν θες να δεις κάτι δεν το βλέπεις κι όταν δεν θες να δεις κάτι, το βλέπεις! Όπως όταν τα έχεις πάρει, τα έχεις καταχωνιάσει, περιμένεις φίλους και αδελφή για φαγητό, είσαι περιχαρής δουλάρα στην κουζίνα και μαγειρεύεις και ο περιεργίξ φίλος – Λευτέρης, ψάχνοντας το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης χώνει το χέρι στο τσεπάκι…
- Πέρασε ο καιρός των… ισχνών αγελάδων βλέπω!
- Τι είπες Λευτέρη μου? Λες ανυποψίαστη εσύ καθώς πετάς το μακαρόνι στον τοίχο να δεις αν έβρασε…
- Ο καιρός των ισχνών αγελάδων λέω!!! Πέρασε λέω!!!! Η ξηρασία λέω!!!! Πέρασε κι ο Νείλος γέμισε νερά πάλι λέω!!!!! Φωνάζει ο Ελευθέριος για να τον ακούσεις εσύ που έχεις το κεφάλι μέσα στον αποροφητήρα, η αδελφή σου, ο κάποιος, οι γείτονες που είναι έξω και σκάβουν τον κήπο, ο παλιατζής που περνάει το δρόμο και ο σκύλος που γαυγίζει σα μουρλός.
- Δεν σε άκουσα Λευτέρη μου! Επιμένεις εσύ, που αναρωτιέσαι γιατί ο φίλος – Λευτέρης είχε αναλαμπή από την Παλαιά Διαθήκη και μήπως κάτι του συνέβησε και σας το φέρνει απ’ έξω – απ’ έξω ότι θα πάει μοναχός (μας έχει συνηθίσει εξάλλου σε κουλά ο.. φίλος – Λευτέρης).
- Ο Μωΐσής λέω! Τα κατάφερε! Πήρε τους Εβραίους, ΕΣΚΙΣΕ τα νερά, τους πήγε, τους έφερε. Πέρασε η κατάρα της Αιγύπτου! Ποτίστηκαν τα χωράφια! Ήρθε ο καιρός των ΧΟΝΤΡΩΝ αγελάδων πάλι..
- Τι.. εννοείς.. Λευτέ.., και γυρνάς με μια υποψία στο μάτι, η οποία επιβεβαιώνεται καθώς ο φίλος – Λευτέρης αγκαλιά με την αδελφή σου, κυλιούνται πάνω στον τόπο του εγκλήματος από τα γέλια. Γουρλώνεις το μάτι και κοιτάς τον κάποιο! Ευτυχώς ο κάποιος, είναι κουφός (μια από τις φορές που ευγνωμονείς τον Θεό για αυτό, γιατί έχουν υπάρξει κι άλλες που ρίχνεις κατάρα κι ανάθεμα.. ειδικά σε.. λεπτές καταστάσεις που.. τέλος πάντων κάτι σου λέει, κάτι του λες.. και αντί να συνεχίσει να σου λέει, σταματάει, σε κοιτά και ρωτά με απορία «Τι είπες?». Κι όχι απορία – έκπληξη, αλλά απορία – δεν άκουσα! Επειδή δεν θες να καθυστερείτε το.. θέμα, το ξαναλές με την ίδια ξεπνοή και γρηγοράδα! ΞΑΝΑ το βλέμμα του ροφού! «Τι?». ΤΥΡΙ!!!! ΤΥΡΙ ΤΟΥ ΤΟΣΤ!!! Να μην ξεχάσω να πάρω τυρί!!!! Άστο βρε μωρό μου! Άστο! Στο μουγκό!!!).
- Δεν φταίω εγώ!!! Πετάγεται η αδελφή σου! Ο Λευτέρης!!!
- ΔΕΝ υπήρξε καιρός ισχνών αγελάδων Λευτέρη μου, λες και γουρλώνεις τα μάτια! Απλά δεν υπήρχε λόγος... αποθήκευσης.
- Ε αυτό λέω, επιμένει ο φίλος – Λεύτερης κλαίγοντας από τα γέλια. ΤΩΡΑ γέμισαν οι αποθήκες σιτηρά!
- Που να σκάσει το κακό σου Λευτεράκι μου!!!
- Τι λέτε μωρό μου?
- Τίποτα αγάπη μου! Ο Λευτέρης θα πάει για μοναχός! Γιατί αν δεν πάει, θα πάει από μένα, μοναχός στα σίγουρα!!!
1 σχόλιο:
αχαχαχαχαχα..κακαρίζω ΛΑΙΜΑΙΙΙΙ!
Δημοσίευση σχολίου