Όταν γνωρίζω έναν άνθρωπο, του δίνω δυο λευκά χαρτιά και πολύχρωμα κραγιόνια. Δυο λευκές σελίδες, όσες κι οι ευκαιρίες του. Και κραγιόνια από όλα τα χρώματα ακόμα και το μαύρο. Και σαν καλή διαστροφική μανούλα του εξηγώ
- Αυτές οι σελίδες είναι οι ευκαιρίες σου. Αυτά τα κραγιόνια είναι δικά σου. Μπορείς να κάνεις ότι θέλεις! Μπορείς να σκίσεις τις σελίδες σου! Αλλά μπορείς και να τις ζωγραφίσεις! Μπορείς να βάλεις ωραία φωτεινά χρώματα και κυματιστές γραμμές. Μπορείς όμως να πάρεις το μεγάλο κραγιόνι, το μαύρο, κι απλά να τις μουτζουρώσεις.
Ακόμη, σαν καλή διαστροφική μανούλα συνεχίζω τις εξηγήσεις
- Έχω απίστευτη υπομονή. Όση, μέχρι να γεμίσει και παραμικρή λευκή κουκίδα από τις σελίδες σου. Δεν θέλεις όμως να καλύψεις και την τελευταία άγραφη κουκίδα. Δεν θέλεις να γνωρίσεις τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από το τελευταίο αυτό οχυρό.
Συνήθως η αντίδραση είναι η ίδια
- Εσύ? Εσύ είσαι πολύ καλός άνθρωπος! Πολύ καλό παιδί! Η χαρά της ζωής! Το χαμόγελο προσωποποιημένο! Είσαι καλό παιδί.. ένα αγγελάκι!
Κι έτσι, δεν δίνει σημασία στα παραπάνω. Και αρπάζει με ανυπομονησία το πρώτο χαρτί, ζωγραφίζει λίγο κόκκινο, λίγο πορτοκαλί και λίγο γαλάζιο. Και μετά σταματάει.. κοιτάζει το χαρτί του, δεν του αρέσει το πως ξεκίνησε να ζωγραφίζει, ίσως να ήθελε άλλα χρώματα, ίσως άλλο σχέδιο, άλλες γραμμές. Θυμώνει και αρπάζει το μαύρο κραγιόνι και το πατάει με μανία. Το μαυρίζει, μαυρίζει τα χέρια του. Θυμώνει ακόμη περισσότερο, το αρπάζει, το τσαλακώνει, το πετάει. Και μετά, κάθεται σε μια γωνία και κοιτάζει τον κόσμο που περνάει, που γελάει, που παίζει. Θέλει κι αυτός! Όμως το παιχνίδι που διάλεξε, το χάλασε νωρίς. Βιάστηκε, έπεσε με τα μούτρα, δεν το σκέφτηκε, το χάλασε και τώρα το θέλει πίσω. Πλησιάζει την καλή διαστροφική μανούλα
- Το χαρτί μου.. το χάλασα..
- Το είδα.
- Το μετάνιωσα..
- Έχεις άλλο ένα λευκό χαρτί. Θα στο δώσω να ξαναζωγραφίσεις. Όμως, είναι το τελευταίο. Αν το χαλάσεις και αυτό, δεν έχει άλλο. Θυμήσου τι σου είπα.
- Θυμάμαι.. αλλά είσαι καλό παιδί εσύ..
- Σου ξαναλέω. Μην το μαυρίσεις και αυτό το χαρτί!
- Δώσ’ το μου!!!!!
Και παίρνει και το δεύτερο χαρτί. Τώρα στέκεται λίγο και το κοιτά. Σκέφτεται τι θέλει να ζωγραφίσει πάνω! Ονειρεύεται για λίγο.
- Θα ζωγραφίσω ένα κοριτσάκι που να σου μοιάζει. Κι ένα αγοράκι που να μου μοιάζει!
Ξεκινά να σκαρώνει τις φιγούρες στο χαρτί και κάθε λίγο με κοιτά με χαρά για να πάρει την επιβεβαίωση.
- Τώρα θα βάλω και χρώματα! Έναν ουρανό, ένα αυτοκινητάκι παγωτί, δρόμους με εκδρομές, βόλτες κι αγκαλιές! Θα βάλω και ένα σπίτι! Κι έναν σκύλο! Κοίτα! Έβαλα και μια θάλασσα! Και νύχτες με φεγγάρια! Και ήλιους φωτεινούς χειμωνιάτικους και καλοκαιρινούς! Κι ένα μπαλκόνι με λουλούδια! Και μουσικές! Κοίτα!
Και συνεχίζει να βάζει χρώματα και αρώματα και μουσικές. Και το χαρτί μεγαλώνει, κι έχει κι άλλο χώρο, να ζωγραφίσει κι άλλα χρώματα.
Μα ξαφνικά κοντοστέκεται και κοιτάζει το χαρτί του. Τη ζωγραφιά του. Τα χρώματά του. Είναι τόσο λαμπερό που σχεδόν δεν το αντέχει. Όχι σχεδόν! Δεν το αντέχει! Τόσο χρώμα! Κι αρπάζει πάλι το μαύρο κραγιόνι, κι αυτή τη φορά το πατάει με τόση δύναμη που σκίζει το χαρτί.. Σκεπάζει τα άλλα χρώματα, τα κάνει όλα μαύρα. Αρπάζει το χαρτί και το τσαλακώνει και το πετάει. Δεν του αρκεί. Το ξαναπαίρνει και το σκίζει σε εκατοντάδες κομματάκια. Δεν του φτάνει. Μαζεύει τα κομματάκια και ψάχνει με μανία όποια άγραφη κουκίδα έχει μείνει και πατάει το μαύρο κραγιόνι πάνω της να την εξαφανίσει. Και μετά κάθεται αποκαμωμένος και κοιτάζει τα κατάμαυρα κομματάκια ολόγυρά του. Όσο περνάει η ώρα θλίβεται. Θλίβεται περισσότερο. Πλησιάζει την καλή διαστροφική μανούλα
- Το χαρτί μου.. το χάλασα..
- Το είδα.
- Θέλω άλλο χαρτί..
- Δεν έχει άλλο χαρτί. Δυο είχες, τα χάλασες και τα δυο.
- Ξέρω ότι έχεις κι άλλα χαρτιά λευκά! Γιατί δεν μου δίνεις??
- Γιατί αγάπη μου, αυτά τα χαρτιά δεν είναι δικά σου..
- Αφού έχεις! Που είναι το καλό παιδί? Ποια είσαι εσύ? Είσαι κακιά!!! Δεν σε ξέρω εσένα!! Γιατί γίνεσαι κακιά?
- Εγώ είμαι! Η ίδια! Δεν γίνομαι κακιά! Είμαι τώρα πια! Πήρες την καρδιά μου, δυο λευκά χαρτιά και την μαύρισες, την τσαλάκωσες, την έσκισες σε εκατοντάδες κομματάκια. Δεν της άφησες ούτε μια κουκίδα λευκή. Την μαύρισες από άκρη σε άκρη. Αυτή είμαι. Έτσι με ζωγράφισες! Μαύρη, κατάμαυρη! Σκοτάδι στην καρδιά μου και στα μάτια μου! Και για σένα, μόνο σκοτάδι και μαυρίλα έχω πια.
- Αυτές οι σελίδες είναι οι ευκαιρίες σου. Αυτά τα κραγιόνια είναι δικά σου. Μπορείς να κάνεις ότι θέλεις! Μπορείς να σκίσεις τις σελίδες σου! Αλλά μπορείς και να τις ζωγραφίσεις! Μπορείς να βάλεις ωραία φωτεινά χρώματα και κυματιστές γραμμές. Μπορείς όμως να πάρεις το μεγάλο κραγιόνι, το μαύρο, κι απλά να τις μουτζουρώσεις.
Ακόμη, σαν καλή διαστροφική μανούλα συνεχίζω τις εξηγήσεις
- Έχω απίστευτη υπομονή. Όση, μέχρι να γεμίσει και παραμικρή λευκή κουκίδα από τις σελίδες σου. Δεν θέλεις όμως να καλύψεις και την τελευταία άγραφη κουκίδα. Δεν θέλεις να γνωρίσεις τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από το τελευταίο αυτό οχυρό.
Συνήθως η αντίδραση είναι η ίδια
- Εσύ? Εσύ είσαι πολύ καλός άνθρωπος! Πολύ καλό παιδί! Η χαρά της ζωής! Το χαμόγελο προσωποποιημένο! Είσαι καλό παιδί.. ένα αγγελάκι!
Κι έτσι, δεν δίνει σημασία στα παραπάνω. Και αρπάζει με ανυπομονησία το πρώτο χαρτί, ζωγραφίζει λίγο κόκκινο, λίγο πορτοκαλί και λίγο γαλάζιο. Και μετά σταματάει.. κοιτάζει το χαρτί του, δεν του αρέσει το πως ξεκίνησε να ζωγραφίζει, ίσως να ήθελε άλλα χρώματα, ίσως άλλο σχέδιο, άλλες γραμμές. Θυμώνει και αρπάζει το μαύρο κραγιόνι και το πατάει με μανία. Το μαυρίζει, μαυρίζει τα χέρια του. Θυμώνει ακόμη περισσότερο, το αρπάζει, το τσαλακώνει, το πετάει. Και μετά, κάθεται σε μια γωνία και κοιτάζει τον κόσμο που περνάει, που γελάει, που παίζει. Θέλει κι αυτός! Όμως το παιχνίδι που διάλεξε, το χάλασε νωρίς. Βιάστηκε, έπεσε με τα μούτρα, δεν το σκέφτηκε, το χάλασε και τώρα το θέλει πίσω. Πλησιάζει την καλή διαστροφική μανούλα
- Το χαρτί μου.. το χάλασα..
- Το είδα.
- Το μετάνιωσα..
- Έχεις άλλο ένα λευκό χαρτί. Θα στο δώσω να ξαναζωγραφίσεις. Όμως, είναι το τελευταίο. Αν το χαλάσεις και αυτό, δεν έχει άλλο. Θυμήσου τι σου είπα.
- Θυμάμαι.. αλλά είσαι καλό παιδί εσύ..
- Σου ξαναλέω. Μην το μαυρίσεις και αυτό το χαρτί!
- Δώσ’ το μου!!!!!
Και παίρνει και το δεύτερο χαρτί. Τώρα στέκεται λίγο και το κοιτά. Σκέφτεται τι θέλει να ζωγραφίσει πάνω! Ονειρεύεται για λίγο.
- Θα ζωγραφίσω ένα κοριτσάκι που να σου μοιάζει. Κι ένα αγοράκι που να μου μοιάζει!
Ξεκινά να σκαρώνει τις φιγούρες στο χαρτί και κάθε λίγο με κοιτά με χαρά για να πάρει την επιβεβαίωση.
- Τώρα θα βάλω και χρώματα! Έναν ουρανό, ένα αυτοκινητάκι παγωτί, δρόμους με εκδρομές, βόλτες κι αγκαλιές! Θα βάλω και ένα σπίτι! Κι έναν σκύλο! Κοίτα! Έβαλα και μια θάλασσα! Και νύχτες με φεγγάρια! Και ήλιους φωτεινούς χειμωνιάτικους και καλοκαιρινούς! Κι ένα μπαλκόνι με λουλούδια! Και μουσικές! Κοίτα!
Και συνεχίζει να βάζει χρώματα και αρώματα και μουσικές. Και το χαρτί μεγαλώνει, κι έχει κι άλλο χώρο, να ζωγραφίσει κι άλλα χρώματα.
Μα ξαφνικά κοντοστέκεται και κοιτάζει το χαρτί του. Τη ζωγραφιά του. Τα χρώματά του. Είναι τόσο λαμπερό που σχεδόν δεν το αντέχει. Όχι σχεδόν! Δεν το αντέχει! Τόσο χρώμα! Κι αρπάζει πάλι το μαύρο κραγιόνι, κι αυτή τη φορά το πατάει με τόση δύναμη που σκίζει το χαρτί.. Σκεπάζει τα άλλα χρώματα, τα κάνει όλα μαύρα. Αρπάζει το χαρτί και το τσαλακώνει και το πετάει. Δεν του αρκεί. Το ξαναπαίρνει και το σκίζει σε εκατοντάδες κομματάκια. Δεν του φτάνει. Μαζεύει τα κομματάκια και ψάχνει με μανία όποια άγραφη κουκίδα έχει μείνει και πατάει το μαύρο κραγιόνι πάνω της να την εξαφανίσει. Και μετά κάθεται αποκαμωμένος και κοιτάζει τα κατάμαυρα κομματάκια ολόγυρά του. Όσο περνάει η ώρα θλίβεται. Θλίβεται περισσότερο. Πλησιάζει την καλή διαστροφική μανούλα
- Το χαρτί μου.. το χάλασα..
- Το είδα.
- Θέλω άλλο χαρτί..
- Δεν έχει άλλο χαρτί. Δυο είχες, τα χάλασες και τα δυο.
- Ξέρω ότι έχεις κι άλλα χαρτιά λευκά! Γιατί δεν μου δίνεις??
- Γιατί αγάπη μου, αυτά τα χαρτιά δεν είναι δικά σου..
- Αφού έχεις! Που είναι το καλό παιδί? Ποια είσαι εσύ? Είσαι κακιά!!! Δεν σε ξέρω εσένα!! Γιατί γίνεσαι κακιά?
- Εγώ είμαι! Η ίδια! Δεν γίνομαι κακιά! Είμαι τώρα πια! Πήρες την καρδιά μου, δυο λευκά χαρτιά και την μαύρισες, την τσαλάκωσες, την έσκισες σε εκατοντάδες κομματάκια. Δεν της άφησες ούτε μια κουκίδα λευκή. Την μαύρισες από άκρη σε άκρη. Αυτή είμαι. Έτσι με ζωγράφισες! Μαύρη, κατάμαυρη! Σκοτάδι στην καρδιά μου και στα μάτια μου! Και για σένα, μόνο σκοτάδι και μαυρίλα έχω πια.
3 σχόλια:
Ο Κουρμπέ έλεγε στους μαθητές του: "Ψάξε να βρεις αν, στον πίνακα που θέλεις να κάνεις, υπάρχει ένα χρώμα πιο σκούρο από τα άλλα, όρισε τη θέση του και άπλωσέ το με τη σπάτουλά σου ή το πινέλο σου, δε θα δείξει ενδεχομένως καμιά λεπτομέρεια, τόσο σκοτεινό που θα είναι. Έπειτα, προχώρα κλιμακωτά, με τις λιγότερο σκούρες αποχρώσεις, προσπαθώντας να τις βάλεις στη θέση τους, κι έπειτα με τους ενδιάμεσους τόνους' τέλος, δε σου μένει πλέον παρά να κάνεις να λάμψουν τα φωτεινά."
Τούτο ισχύει και για τη νόηση. Πρέπει να αρχίσουμε από το πιο σκούρο, να αναζητούμε "το κενό, και το μαύρο, και το γυμνό", και να αναδεικνύουμε βαθμιαία το φως. Καθότι εν αρχή είναι η νυχτα. Αλλιώς, δεν θα είχαμε ανάγκη να στοχαστούμε...
Αυτή είναι η πρώτη παράγραφο από το βιβλίο του Αντρε Κοντ-Σπόνβιλ "Ο μύθος του Ίκαρου". Νομίζω ότι εδώ ταιριάζει. Σε χαιρετώ
it's an art to live with pain...mix the light into gray
(big hug)
@ eργαλείο: Και να σκεφτείς ότι εκείνο το πρωί διάβαζα το blog σου. Και μου ήταν τόσο δυσνόητο το "Η ευτυχία δεν υπάρχει, συμβαίνει"
@ lili: love u
Δημοσίευση σχολίου